- ζοφοῦται
- ζοφόωdarkenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζοφώ — (AM ζοφῶ, όω, Μ και ζοφώνω) [ζόφος] 1. κάνω κάτι ζοφερό, σκοτεινό, σκοτεινιάζω, φέρνω σκοτεινιά 2. γίνομαι ζοφερός, σκοτεινός νεοελλ. παθ. ζο φούμαι γίνομαι επικίνδυνος, επισφαλής («η κατάσταση ζοφούται») … Dictionary of Greek